-
1 ἄλλοθι
ἄλλοθι, anderswo, Hom. Od. 16, 44; ἄλλοϑι γαίης 2, 131, ἄλλοϑι πάτρης 17, 318. in der Fremde; ἄλλοϑ' Od. 4, 684. 14. 130. 18. 401. 21, 83; – ἄλλοϑί που, sonst wo, Plat. Phaed. 91 e Soph. 243 b; Xen. Ath. 2, 7; ἄλλ. πῃ, ἄλλ. οὐδαμοῦ, sonst nirgends, Plat. Prot. 326 d; Xen. Mem. I, 4, 8, ποῠ ἄλλοϑι, wo sonst? Antiph. 1, 4.
-
2 που
που, [dialect] Ion. [full] κου, [dialect] Aeol. [full] ποι Sapph.Supp.25.17, Pi.P.5.101, BCH37.157 (Cyme, iii B.C.), prob. in Alc.9:—enclit. Adv.A anywhere, somewhere, Il.16.514, etc.; freq. with other Advs. of Place, οὐχ ἑκάς π. somewhere not far off, S.Ph.41; πέλας π. ib. 163(anap.); μηδαμοῦ.. π. ib. 256 (dub.l.);π. πέραν τοῦ ποταμοῦ X.An.4.3.3
;ἄλλοθί π. D.4.41
;τῇδέ π. Plb.3.108.3
, etc.: c.gen., ἀλλά π. αὐτοῦ ἀγρῶν in some part there of the fields, Od.4.639; ἐμβαλεῖν π. (fort. ποι) τῆς χώρας some part of the country, X.Cyr.6.1.42;εἴ π. τῆς χώρας ταὐτὸ τοῦτο πάθος συνέβη D.18.195
.II without reference to Place, in some degree,καί πού τι Th.2.87
: freq. to qualify an expression, perhaps, I suppose, Hom., etc.; added to introductory Particles,οὕτω π... Il.2.116
;Ζεὺς μέν π. τό γε οἶδε 3.308
;ὡς ὅτε π. 11.292
; ἤν π., εἰ μή π., X.Hier.3.2, Pl.R. 372a: strengthd.,τάχ' ἄν π. S.OT 1116
;ἴσως π. E. El. 518
: attached to single words to limit their significance,πάντως κ. Hdt.3.73
; τί π. δράσεις; what in the world? A.Pr. 743;οὐδείς π. Pl.Phlb. 64d
; with numerals, ἔτεα τρία καὶ δέκα κ. μάλιστα about thirteen years, Hdt.1.119, cf. 209,7.22, etc.: οὔ τί που denies with indignation or wonder, surely it cannot be..,οὔ τί π. οὗτος Ἀπόλλων Pi.P.4.87
, cf. S.Ph. 1233, Ar.Nu. 1260, Pax 1211, Ra. 522, Pl.R. 362d, etc.; οὐ δήπου adds a shade of suspicion,οὐ δήπου Στράτων; Ar.Ach. 122
, cf. Av. 269, Pl.Smp. 194b: for δήπου, ἦπου, v. sub vocc.—In late writers ( LXX Jo.2.5, al., Ev.Jo.7.35, al., Arr.Epict.1.27.9, 4.1.93, etc.) ποῦ, που take the place of ποῖ, ποι, with Verbs of motion, as in Engl. where for whither? This idiom (condemned by Phryn.30, ποῦ ἄπει.. ἁμάρτημα) is found occasionally in early authors,ποῦ τοι ἀπειλαὶ οἴχονται; Il.13.219
;ἐξελθών που Antipho 2.4.8
;ἰόντα που X.Cyr.1.2.16
; but in pure [dialect] Att. only as f.l. for ποῖ, ποι. -
3 αλλοθι
adv.1) в другом месте Hom., Plat.ἄ. γαίης Hom. — в другом краю;
ἄ. πάτρης Hom. — на чужбине;μηδαμοῦ ἄ. Plat. — нигде больше;ἄ. καὴ ἄ. Arst. — и здесь, и там2) в другое местоἄ. που (v. l. ἄλλοσέ ποι) σιτηγεῖν ἢ εἰς τὸ Ἀττικὸν ἐμπόριον Dem. — везти продовольствие не на аттическую ярмарку, а в другое место
3) иначеἐπεγένετο ἄλλοις ἄ. κωλύματα Thuc. — у всякого были свои препятствия;
ἄ. οὐδαμοῦ Plat. — никаким другим образом, не иначе -
4 ἄλλοθι
ἄλλοθι, Adv.A elsewhere, in another place, esp. in a strange or foreign land, Od.14.130, al. (not in Il.): c. gen., ἄ. γαίης in another or strange land, Od.2.131 ; but ἄ. πάτρης elsewhere than in one's native land, i.e. away from home, 17.318 ; ἄ. που or πῃ some where else, Pl.Phd. 91e (v.l.), Sph. 243b; ἄ. οὐδαμοῦ, πολλαχοῦ, X.Mem.1.4.8, Pl.Smp. 209e; ἄ. ἑν οἷς .., as if ἐν ἄλλοις ἔργοις, Id.La. 181e ; ἄ. καὶ ἄ to different points (cf.ἄλλος 11.3
), Arist.Mete. 376b11. -
5 ἁμοῦ
A somewhere, ἁμοῦ γέ που somewhere or other (Bekk. for ἄλλου γέ που), Lys.24.20; ἄλλοθι μηδὲ ἁμοῦ no- where else at all, IG2.11. -
6 μηδαμοῦ
μηδαμοῦ, correl. zu ποῦ, nirgendswo; μητρὸς μηδαμοῠ τιμὰς νέμειν, Aesch. Eum. 594, vgl. 401; Soph. Ai. 986; εἰ μηδαμοῦ γέ ἐστι τῶν ὄντων, nirgends auf der Welt, Plat. Parm. 162 c; mit ἄλλοϑι, Phil. 68 a; gew. mit anderen Negationen gehäuft, νοῠν μηδενὶ περὶ μηδενὸς εἶναι μηδαμοῦ, Soph. 249 b, μηδεὶς μηδέποτε ἐάσῃ μηδαμοῦ ϑηρεῦσαι, Legg. VII, 824 a; Sp.
-
7 οὐδ-αμοῦ
οὐδ-αμοῦ, dem ποῦ entsprechend, nirgend wo, nirgends; Her. 2, 150; auch c. gen., οὐδαμοῦ γῆς, nirgends auf der Erde, 7, 166; ἄνευ δὲ λύπης οὐδαμοῦκαταστροφή, Aesch. Suppl. 437; κοὐδαμοῦ λιμὴν κακῶν, 466; ϑεοὺς δέ τις τὸ πρὶν νομίζων οὐδαμοῦ, d. i. sie gar nicht achtend, meinend, daß sie nirgends seien, Pers. 490; vgl. Soph. κοὐδαμοῦ τιμαῖς Ἀπόλλων ἐμφανής, O. R. 908, u. τοῦτον οὐδαμοῠ λέγω, Ant. 183, ich achte ihn gar nicht; δειλοί εἰσιν οὐδὲν οὐδαμοῦ, Eur. I. T. 115; u. in Prosa überall, οὐδαμοῦ ὁρῶ Σωκράτη ἑπόμενον Plat. Conv. 174 e, ἐγὼ δὲ οὐδαμοῦ οὐδ' ἐνταῦϑα ὁμολογῶ Prot. 350 e; mit gehäufter Negation, νῦν δὲ οὐ γάρ ἐστιν οὐδαμοῦ οὐδαμῶς, Legg. IX, 875 d; – c. gen., γῆς, Rep. IX, 542 b; – ἄλλοϑι οὐδαμοῦ, auf keine andere Weise, z. B. λύεται ἡ ἀπορία, Prot. 524 e, oft; u. an die obigen Beispiele der Tragg. sich anschließend, οὐδαμοῦ ἂν φανῆναι τὸν ἰατρόν, Gorg. 456 c, wie μὴ οὐδαμοῦ ἔτι ᾖ, Phaed. 70 a, nirgends sein, für Nichts zu halten sein, Nichts bedeuten; vgl. bes. Dem. 18, 310. – An einigen Stellen scheint es ungenau für οὐδαμόσε zu stehen, wie die Griechen oft das Resultat einer Bewegung zu dem Verbum, welches diese ausdrückt, setzten, οὐδαμοῦ εἴα αὐτοὺς ἀποσκεδάννυσϑαι, Xen. Hell. 5, 4, 42, nirgends wohin sich zerstreuen, fällt mit dem »nirgends sich zerstreuen« zusammen; vgl. ἀποδραίημεν ἂν οὐδαμοῦ ἐνϑένδε, An. 6, 1, 16.
-
8 οὐδαμοῦ
A = οὐδαμόθι, nowhere, answering to ; where?A.
Supp. 329, 442, al., Hdt.2.150, al., Th.1.3, etc.: also c. gen.,οὐ. γῆς Hdt.7.166
;οὐ. μὲν οὖν φρενῶν E.Hipp. 1012
: freq. f.l. for οὐδαμοῖ (q.v.).2 οὐ. λέγειν τινά to esteem as naught, S.Ant. 183; θεοὺς.. νομίζων οὐ. A.Pers. 498; οὐ. εἶναι to be non-existent, Pl.Phd. 70a; οὐδαμοῦ ἂν φαίνοιτο would be 'nowhere', 'not in the running', ib. 72c, cf. Grg. 456b, D.18.310, 19.116; δειλοὶ δ' εἰσὶν οὐδὲν οὐ. E.IT 115; cf. μηδαμοῦ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐδαμοῦ
-
9 ἑτέρωθι
ἑτέρ-ωθι, Adv.II = ἄλλοθι, elsewhere, Il.5.351, 15.348, Od.4.531, Pl.Prm. 146c, etc.; οὐδαμόθι ἑ. nowhere else, Hdt.3.113; ἑ. πανταχοῦ anywhere else, Antipho 6.39; λέγει ἑ. ὅτι in another passage, Ph.1.372, cf. Hdt.9.58: c. gen., ἑ. τοῦ λόγου in another part of my story, Id.6.19;ἑ. που τοῦ σώματος Arist.PA 663b3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑτέρωθι
-
10 οὐδαμοῦ
οὐδ-αμοῦ, dem ποῦ entsprechend, nirgend wo, nirgends; ϑεοὺς δέ τις τὸ πρὶν νομίζων οὐδαμοῦ, sie gar nicht achtend, meinend, daß sie nirgends seien; τοῦτον οὐδαμοῠ λέγω, ich achte ihn gar nicht; ἄλλοϑι οὐδαμοῦ, auf keine andere Weise; οὐδαμοῦ εἴα αὐτοὺς ἀποσκεδάννυσϑαι, nirgends wohin sich zerstreuen, fällt mit dem 'nirgends sich zerstreuen' zusammen
См. также в других словарях:
άλλοθι — Το πραγματικό γεγονός σύμφωνα με το οποίο ο κατηγορούμενος, στον χρόνο της διάπραξης του αδικήματος, βρισκόταν σε άλλο τόπο και όχι σε εκείνον στον οποίο είχε αυτό γίνει. Έτσι, το ά. αποτελεί σοβαρό αποδεικτικό μέσο για την αθωότητα του… … Dictionary of Greek
-θι — (Α) 1. κατάληξη τής παλαιάς τοπικής πτώσεως («Ἰλιόθι», «ἡῶθι», Ομ. Ιλ.) 2. κατόπιν κατάληξη διαφόρων τοπικών επιρρημάτων που παράγονται από ουσιαστικά, επίθετα και αντωνυμίες («ἀγρόθι», «ἄλλοθι», «ἀμφοτέρωθι», «ἔνδοθι» κ.ά.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek
κοίτη — Το κοίλο μέρος του εδάφους που κατέχεται από τα νερά ενός χειμάρρου, ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Απαρτίζεται από τον πυθμένα και δύο όχθες, οι οποίες μπορεί να αποτελούν προϊόν φυσικής διεργασίας ή να έχουν σχηματιστεί με τεχνητά αναχώματα.… … Dictionary of Greek
Αλ Καπόνε — (Al Capone, Νάπολη, Ιταλία 1899 – Μαϊάμι, ΗΠΑ 1947). Ιταλοαμερικανός γκάνγκστερ, που ήταν γνωστός και με το παρωνύμιο σημαδεμένος (scarface). Γεννήθηκε στη Νάπολη της Ιταλίας, απ’ όπου έφυγε το 1918 και εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη. Το 1920 πήγε… … Dictionary of Greek
προβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. βάζω, απλώνω κάτι εμπρός, εκτείνω ή ρίχνω προς τα εμπρός (α. «πρόβαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και μέ φώναξε» β. «τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε», Ηρόδ.) 2. (το ενεργ. και, στην αρχαία, και το μέσ.) προτείνω ως επιχείρημα για… … Dictionary of Greek
αλλοθιγενής — ές αυτός που έχει αλλού τη γενεσιουργό αιτία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίρρ. ἄλλοθι + γενὴς < γένος] … Dictionary of Greek
Μέισον, Τζέιμς — (James Mason, Γιορκσάιρ 1909 – Λοζάνη, Ελβετία 1984). Βρετανός ηθοποιός. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Κέιμπριτζ, αλλά αποφάσισε να στραφεί στο θέατρο, καθώς καταγόταν από πλούσια οικογένεια και δεν είχε πρόβλημα βιοπορισμού. Εργάστηκε στο Λονδίνο… … Dictionary of Greek